Τα τελευταία χρόνια ο παιδικός αθλητισμός γνωρίζει τεράστια άνθηση με την πλειονότητα των γονέων να τον αντιλαμβάνεται ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των παιδιών τους. Κατά προέκταση, αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη οργάνωση από πλευράς αθλητικών ακαδημιών και στοχευμένη κατάρτιση από τους προπονητές αναπτυξιακών ηλικιών. Πόση, όμως, προπόνηση είναι αρκετή για ένα παιδί σε αναπτυξιακό ηλικιακό στάδιο; Σε πόσα σπορ-αθλήματα είναι καλό να συμμετέχει; Είναι καλύτερο να επικεντρώνεται σε ένα και μόνο άθλημα ή να συμμετέχει σε περισσότερα; Όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν απασχολήσει την διεθνή αθλητική επιστημονική κοινότητα, με αποτέλεσμα να προκύψουν χρήσιμα ερευνητικά δεδομένα, τα οποία οφείλουν γονείς και προπονητές να λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψιν τους προτού προβούν σε βεβιασμένες -κυρίως εμπειρικές- απαντήσεις.
Το μοντέλο LTAD και η εφαρμογή του
Το μοντέλο μακροπρόθεσμης ανάπτυξης αθλητών (Long Term Athlete Development) αναπτύχθηκε από Αμερικανούς επαγγελματίες της άθλησης, με σκοπό την μεγιστοποίηση της αθλητικής απόδοσης σε όλα τα αθλήματα. Το συγκεκριμένο μοντέλο λαμβάνει υπόψιν τα αναπτυξιακά στάδια του κάθε παιδιού, καθώς και την προπονητική του ηλικία (δηλαδή τον αριθμό των ετών που προπονείται σε ένα άθλημα) και κατηγοριοποιεί σε φάσεις-στάδια την κατεύθυνση της προπονητικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο έχουμε την ενεργή συμμετοχή των μικρών παιδιών, κυρίως προσχολικής ηλικίας, όπου πρέπει να γίνεται η πρώτη γνωριμία με τον χώρο του αθλητισμού, ως μια δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου η οποία προκαλεί ευχαρίστηση και ως μια κοινωνική εμπειρία με συνομήλικους.
Στο δεύτερο αναπτυξιακό στάδιο (5-9 ετών) κυρίαρχο ρόλο παίζει το παιχνίδι. Η προπόνηση φέρνει σε επαφή τα παιδιά με τις τεχνικές απαιτήσεις και τους κανονισμούς του αθλήματος αποκλειστικά με παιγνιώδεις δραστηριότητες, με στόχο την βελτίωση των βασικών κινητικών δεξιοτήτων, όπως η ταχύτητα, η δύναμη, ο προσανατολισμός και η στόχευση.
Στο τρίτο στάδιο, το οποίο ονομάζεται «μαθαίνω να κάνω προπόνηση» (9-12 ετών), τα παιδιά έχουν σαφή εικόνα των τεχνικών απαιτήσεων του αθλήματος τις οποίες προσπαθούν να τελειοποιήσουν, ενώ παράλληλα μαθαίνουν την δομή μίας προπόνησης (προθέρμανση, κυρίως μέρος, αποθεραπεία). Επιπλέον, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την χρησιμότητα εννοιών όπως της ενυδάτωσης, την χρησιμότητα της τροφής στο ενεργειακό σύστημα, την ικανότητα συγκέντρωσης και την αναπλήρωση των δυνάμεων μέσω της ανάπαυσης.
Στο τέταρτο στάδιο (ηλικίες 12 – 16) ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στο χτίσιμο της αερόβιας ικανότητας των παιδιών, καθώς και της ευλυγισίας του μυοτενόντιου συστήματος εξαιτίας της ταχείας ανάπτυξης της οστικής πυκνότητας. Στις ηλικίες αυτές η αγωνιστική δραστηριότητα έχει σημαντική προπονητική λειτουργία, καθώς ο προπονητής μπορεί να αντιληφθεί στοιχεία της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του παιδιού, όπως και ενδεχόμενα κινητικά σφάλματα τα οποία χρήζουν εξειδικευμένης προπονητικής παρέμβασης.
Στο πέμπτο στάδιο (16-18 ετών) η προπόνηση παίρνει τη μορφή αγωνιστικής περιόδου, με το 50% του χρόνου να δαπανάται στη βελτίωση των αγωνιστικών δεξιοτήτων και της ειδικής φυσικής κατάστασης η οποία απαιτείται για το άθλημα επιλογής, ενώ το υπόλοιπο 50% έχει προσανατολισμό στην αγωνιστική δραστηριότητα και στον συγκεκριμένο τρόπο εφαρμογής κινητικών αλλά και πνευματικών δεξιοτήτων στο πλαίσιο αυτής.
Στο έκτο στάδιο, όπου τα παιδιά μετατρέπονται σε ενήλικους αθλητές, κυρίαρχο ρόλο παίζει το αποτέλεσμα. Ως και το συγκεκριμένο στάδιο, σύμφωνα με το μοντέλο LTAD, δεν πρέπει να γίνεται η παραμικρή εστίαση στο αποτέλεσμα και ο ανήλικος αθλητής να αξιολογείται από δείκτες προσπάθειας, απόδοσης, φυσικής κατάστασης και ατομικής ικανοποίησης. Η προπόνηση αποκτά ετήσια περιοδικότητα, με ξεκάθαρες περιόδους ξεκούρασης, για να αποφευχθεί το φαινόμενο της υπερπροπόνησης, ενώ οι εντάσεις είναι πάρα πολύ υψηλές.
Το έβδομο και τελευταίο στάδιο ξεκινάει όταν ο αθλητής σταματάει την επαγγελματική ενασχόληση με τον αθλητισμό, αλλά παραμένει σε αυτόν ως μαζικά αθλούμενος, αλλά και ως εμπλεκόμενος από άλλα πόστα (προπονητής, παράγοντας, εθελοντής).
Πρόωρη εξειδίκευση στον παιδικό αθλητισμό
Με βάση την παραπάνω προσέγγιση γίνεται αντιληπτό ότι η προπονητική διαδικασία των παιδικών ηλικιών οφείλει να ακολουθεί μία προοδευτικότητα. Οι προπονητές δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τους νεαρούς αθλητές ως μικρούς πρωταθλητές και αντίστοιχα, οι γονείς δεν θα πρέπει να μεταφέρουν πίεση αποτελέσματος στα παιδιά τους. Η πολύπλευρη ανάπτυξη των παιδιών έρχεται με τη συμμετοχή σε ένα ευρύ φάσμα αθλητικών – κινητικών δραστηριοτήτων και όχι με την μονοδιάστατη ενασχόληση με ένα άθλημα από μικρή ηλικία. Η εσφαλμένη εντύπωση πως όσο νωρίτερα εμπλακεί ένα παιδί σε μία αγωνιστική δραστηριότητα, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει μελλοντικά να γίνει ελίτ αθλητής, απορρίπτεται από την σύγχρονη βιβλιογραφία.
Συγκεκριμένα, νέες έρευνες που εξέτασαν το αθλητικό υπόβαθρο των αθλητών υψηλού επιπέδου, δείχνουν ότι οι συγκεκριμένοι δεν εστίασαν από μικρή ηλικία στο άθλημα διάκρισής τους, αλλά συμμετείχαν σε ένα ευρύ φάσμα αθλητικών δεξιοτήτων με στόχο την ολόπλευρη κινητική τους ανάπτυξη. Αντίθετα, οι αθλητές που «εξειδικεύτηκαν» από πολύ μικρή ηλικία σε ένα και μόνο άθλημα, δεν κατάφεραν να διακριθούν σε υψηλό επίπεδο πρωταθλητισμού και είχαν κατά μέσο όρο μικρότερη ηλικία εγκατάλειψης της αγωνιστικής δραστηριότητας, σε σχέση με όσους «εξειδικεύτηκαν» μετά τα 13 έτη.
Ακόμη, σημαντικά υψηλότερος είναι ο ρυθμός εμφάνισης τραυματισμών στους αθλητές με εξειδίκευση σε ένα και μόνο άθλημα από νεαρή ηλικία. Η επαναληπτικότητα των κινήσεων σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις στις ίδιες κινητικές δεξιότητες οδήγησε την συγκεκριμένη κατηγορία αθλητών σε σημαντικά περισσότερους τραυματισμούς υπέρχρησης, συγκριτικά με όσους αθλητές ακολουθούσαν προπονήσεις διαφόρων αθλημάτων.
Συμπερασματικά
Η δομή του αναπτυξιακού αθλητισμού είναι ένα θέμα που εξακολουθεί να απασχολεί την αθλητική επιστήμη και συνεχώς ανακύπτουν νέα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία οφείλουν όλοι οι εμπλεκόμενοι με αυτόν να λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψιν. Οι αθλητικές ακαδημίες οφείλουν να απασχολούν απόλυτα καταρτισμένους προπονητές με πλήρη επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων του αναπτυξιακού αθλητισμού και να τους επιμορφώνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ακόμη, η συνεργασία με άλλους επιστήμονες γύρω από τον χώρο του αθλητισμού (γιατροί, φυσιοθεραπευτές, αθλητικοί ψυχολόγοι) είναι αναγκαία, όχι μόνο για να αποφορτίσει τον προπονητή από ένα κομμάτι δουλειάς, αλλά για να υπάρχει εξατομικευμένη προσέγγιση που θα ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες και τα μοναδικά χαρακτηριστικά του κάθε αθλητή. Επίσης, η ενημέρωση των γονέων θα πρέπει να γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κυρίως για την φιλοσοφία της αθλητικής ακαδημίας, αλλά και για την επιστημονική τεκμηρίωση της προπονητικής διαδικασίας.
ΓΕΠΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ
M.Sc. ΤΕΦΑΑ – ΑΠΘ, Προπονητής Κολύμβησης